Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

ζητώ συμβουλή

  • 1 совет

    I совет Ι м (наставление) η συμβουλή; дать \совет συμβουλεύω; следовать \советам ακολουθώ τις συμβουλές; просить \совета ζητώ συμβουλή II совет II м 1) (орган государственной власти в СССР) το σοβιέτ· Верховный Совет СССР το Ανώτατο Σοβιέτ της Ε.Σ.Σ.Δ.· Совет Союза το Σοβιέτ της Ένωσης; Совет Национальностей το Σοβιέτ των Εθνοτήτων; Советы народных депутатов τα Σοβιέτ των λαϊκών αντιπροσώπων 2) (совещательный орган) το συμβούλιο; совет министров το υπουργικό συμβούλιο; Совет Безопасности ООН το Συμβούλιο Ασφαλείας του Ο.Η.Ε.· Всемирный Совет Мира το Παγκόσμιο Συμβούλιο Ειρήνης
    * * *
    I м
    ( наставление) η συμβουλή

    дать сове́т — συμβουλεύω

    сле́довать сове́там — ακολουθώ τις συμβουλές

    проси́ть сове́та — ζητώ συμβουλή

    II м

    Сове́ты наро́дных депута́тов — τα Σοβιέτ των λαϊκών αντιπροσώπων

    2) ( совещательный орган) το συμβούλιο

    Сове́т мини́стров — το υπουργικό συμβούλιο

    Сове́т Безопа́сности ООН — το Συμβούλιο Ασφαλείας του Ο.Η.Ε.

    Всеми́рный Сове́т Ми́ра — το Παγκόσμιο Συμβούλιο Ειρήνης

    Русско-греческий словарь > совет

  • 2 спросить

    -ошу, -осишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. спрошенный, βρ: -шен, -а, -о
    ρ.σ.
    1. ρωτώ, ζητώ να μάθω, να πληροφορηθώ•

    спросить фамилию ρωτώ ποιο είναι το επώνυμο•

    спросить о здоровье ρωτώ για την υγεία, εξετάζω, σηκώνω μαθητή να πει το μάθημα.

    2. ζητώ να μου δοθεί•

    спросить разрешение ζητώ άδεια•

    спросить совет ζητώ συμβουλή.

    3. απαιτώ•

    сколько за это спросишь? πόσο θα ζητήσεις γι αυτό;

    1. ζητώ (άδεια να κάνω κάτι), ρωτώ•

    кого ты -ился? ποιόν ρώτησες; από ποιόν πήρες άδεια;•

    -ись у начальника ρώτησε το διευθυντή (προϊστάμενο).

    2. ζητώ ευθύνες, λόγο, λογαριασμό•

    ты виновен, а -осится у меня εσύ φταις, όμως από μένα θα ζητήσουν ευθύνες.

    3. βλ. ενεργ. φ. (1, 2 σημ.).

    Большой русско-греческий словарь > спросить

  • 3 просить

    просить
    несов
    1. ζητώ, αίτιο, παρακαλώ/ ἐκλιπαρώ (настойчиво):
    \просить разрешения ζήτω ἀδεια· \просить извинения (совета) ζήτω συγγνώμη (συμβουλή)· \просить милостыню ζήτω ἐλεημοσύνη· \просить за товарища παρακαλώ γιά χάρη τοῦ συντρόφου μου·
    2. (приглашать) (προσ)καλῶ:
    прошу вас, садитесь καθήστε σας παρακαλώ· \просить гостей к столу́ (προσ)καλώ τους ἐπισκέπτες νά καθίσουν στό-τραπέζι.

    Русско-новогреческий словарь > просить

См. также в других словарях:

  • έρομαι — ἔρομαι και ιων. και επικ. τ. εἴρομαι (Α) 1. ερωτώ, ζητώ να μάθω («τὸ μὲν πρῶτον... ἐρήσομαι... τὶς πόθεν ἀνδρῶν», Ομ. Οδ.) 2. ζητώ συμβουλή, συμβουλεύομαι 3. αιτώ, ζητώ («στρατηγός... ἠτήσ’ ἐρόμενος Κλεαίνετον» ο στρατηγός... ζήτησε παρακαλώντας… …   Dictionary of Greek

  • συμβουλεύω — συμβούλεψα, συμβουλεύτηκα, συμβουλευμένος 1. δίνω συμβουλή: Με συμβούλεψε να αποφύγω τη συνεργασία μ αυτούς τους ανθρώπους. 2. παθ., συμβουλεύομαι ζητώ συμβουλή από κάποιον: Συμβουλεύτηκε το γιατρό για τη δίαιτα που πρέπει να εφαρμόσει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • εξέρομαι — ἐξέρομαι, ιων. τ. ἐξείρομαι (Α) [έρομαι] 1. ζητώ τη γνώμη ή τη συμβουλή κάποιου («Διὸς ἐξείρετο βουλήν», Ομ. Οδ.) 2. (με αιτ. προσ.) ρωτώ κάποιον …   Dictionary of Greek

  • επικοινώ — ἐπικοινῶ, όω (Α) [επίκοινος] 1. ανακοινώνω, κοινοποιώ, μεταδίδω 2. μέσ. ἐπικοινοῡμαι, όομαι ανακοινώνω κάτι σε κάποιον και ζητώ τη συμβουλή του («περὶ τούτου τῷ πατρὶ ἐπεκοινώσω», Πλάτ.) 3. παθ. έρχομαι σε επικοινωνία («περί τε γάμους ἀλλήλους… …   Dictionary of Greek

  • προσαναφέρω — Α [ἀναφέρω] 1. δηλώνω κάτι επιπροσθέτως 2. κοινοποιώ κάτι σε κάποιον 3. αναφέρω σε κάποιον κάτι ζητώντας ταυτόχρονα τη συμβουλή του 4. ζητώ τη γνώμη κάποιου σχετικά με ένα ζήτημα, συμβουλεύομαι κάποιον 5. εκκλ. λατρεύω τον θεό …   Dictionary of Greek

  • συμβουλεύω — ΝΜΑ και διαλ. τ. συμβουλεύγω κα συβουλεύω Ν 1. παρέχω συμβουλές, υποδεικνύω σε κάποιον να κάνει ή να αποφύγει κάτι, νουθετώ, ορμηνεύω (α. «μάταια σέ συμβουλεύω τόσον καιρό» β. «τοὺς δὲ Ἑλλήνων τοὺς δυνατωτάτους συνεβούλευον οἱ ἐξευρόντα φίλους… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»